Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Εκδήλωση σήμερα στο αμφιθέατρο του Εργατικού Κέντρου για την εξέγερση των λιμενεργατών



Η λήθη και η μνήμη δεν μπαίνουν σε ζύγι, έστω και αν πρόκειται να ζυγιστούν σε ζυγαριές ακριβείας. Λήθη και μνήμη δεν μπορούν να ζυγιστούν, γιατί ενώ είναι κάτι το ρευστό, μια πνοή του αέρα, ένα γεγονός, έχουν μεγάλο βάρος για το πριν και το μετά της ζωής μας.
Η διαγραφή της μνήμης είναι ένα σύνηθες όχημα της κάθε λογής εξουσίας, η οποία, για να κρατήσει υποχείριό της τον άνθρωπο, του την παρουσιάζει ως μία ανώδυνη, υποτίθεται, διαδικασία.
Η σημερινή εκδήλωση, που θα ξεκινήσει στις 6.30 το απόγευμα στο αμφιθέατρο του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας, έχει αυτό το σκοπό: να μη διαγραφεί η μνήμη. Θέμα της τα γεγονότα του Μαΐου του 1934, οπότε ο στρατός με τα όπλα προσπάθησε να επιβάλλει την τάξη, σκοτώνοντας τους εξεγερθέντες λιμενεργάτες, οκτώ τον αριθμό. Τίτλος της «Η εργατική εξέγερση στην Καλαμάτα και τα αιματηρά γεγονότα του 1934».
Ομιλητές θα είναι ο πρώην δήμαρχος, Παναγής Κουμάντος, που έχει κάνει έρευνα και έχει γράψει βιβλίο για την εξέγερση αυτή, ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και συμπατριώτης μας, Κώστας Γουλιάμος, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου και πρώην υφυπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μάνος Σπυριδάκης και ο δικηγόρος Δημήτρης Ζέρβας, που επίσης έχει κάνει έρευνα και έχει γράψει βιβλίο για το Κίνημα της Καλαμάτας.
Συντονιστής θα είναι ο πρώην αρχισυντάκτης της «Ελευθερίας», Ηλίας Μπιτσάνης, και την παρουσίαση θα κάνει ο γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, Γιώργος Κανέλης.


81 χρόνια από την εξέγερση του 1934
Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο κόσμος εξακολουθούσε να συρρέει στις εκβιομηχανιζόμενες πόλεις για ένα «καλύτερο μέλλον», δηλαδή ένα κομμάτι ψωμί που του εξασφάλιζε η υποταγή του σε αυτό που κομψά αποκαλείται «αγορά εργασίας». Ένα ξεροκόμματο έπαιρναν και οι λιμενεργάτες και μυλεργάτες της Καλαμάτας από τους ιδιοκτήτες των μύλων, που πλούτιζαν στην πλάτη τους.
Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν οι ιδιοκτήτες των μύλων, Πάστρας και Τραβασάρας, αγόρασαν ένα απορροφητικό μηχάνημα που θα μετέφερε το σιτάρι απευθείας από τα αμπάρια των πλοίων στα σιλό, παρακάμπτοντας τους λιμενεργάτες-φορτοεκφορτωτές. Η τεχνολογία όταν χρησιμοποιείται για την αύξηση της κερδοφορίας, δε σηματοδοτεί τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αλλά αντίθετα απολύσεις και ανεργία, κάτι που οι εργαζόμενοι ζουν στο πετσί τους.
Το κράτος και τα αφεντικά, για να αποφύγουν τις αντιδράσεις, πρόσφεραν στους εργάτες 6 δραχμές ανά τόνο σιταριού που θα εκφόρτωνε η «ρουφήχτρα» και ταυτόχρονα άρχισαν να κινητοποιούν τις κατασταλτικές δυνάμεις του νομού.
Στις 7 Μαΐου, η γενική συνέλευση των λιμενεργατών απέρριψε την προσφορά και αποκήρυξε τους συνδικαλιστές, που βιάστηκαν, ως είθισται, να την αποδεχτούν. Αποφασίστηκε απεργία στην οποία συμμετείχαν και οι μυλεργάτες, τα καταστήματα του λιμανιού και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Τα εγκαίνια του απορροφητήρα είχαν προγραμματιστεί για την Τετάρτη 9 Μαΐου. Ήδη από την παραμονή η πόλη είχε νεκρώσει από την απεργία, την ώρα που η εξουσία έστηνε τα πολυβόλα της, το στρατό και τη χωροφυλακή στο λιμάνι και τα αφεντικά οχύρωναν τους μύλους με τους μπράβους και τους τραμπούκους τους.
Την Τετάρτη 9 Μαΐου οι απεργοί που συγκεντρώνονται στο λιμάνι μαζί με τις οικογένειές τους και αλληλέγγυους Καλαματιανούς για να αποτρέψουν την εκφόρτωση του πλοίου «Λίμνη», απωθούνται από τους στρατιώτες με τους υποκόπανους των όπλων. Το φρόνημα των απεργών δεν κάμπτεται και επιχειρούν να προσεγγίσουν το φρουρούμενο πλοίο από τη θάλασσα, χρησιμοποιώντας μια βάρκα που σέρνει μια φορτηγίδα, στην οποία επιβιβάζονται λιμενεργάτες, αλληλέγγυοι, ακόμα και παιδιά. Ο κόσμος στην προκυμαία τούς ενθαρρύνει και ξαναπροσπαθεί να σπάσει τον κλοιό των στρατιωτών, για να φτάσει στους μύλους. Τα όπλα του κράτους ξερνούν καυτό μολύβι. Δύο λιμενεργάτες νεκροί στη φορτηγίδα, τρεις νεκροί στην προκυμαία και πολλοί τραυματίες.
Με τα σώματα των νεκρών λιμενεργατών στους ώμους, οι εξεγερμένοι κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης που βράζει από αγανάκτηση, καταστρέφοντας στο διάβα τους την Τράπεζα Αθηνών, κρατικά κτήρια και μέσα μεταφοράς, το σπίτι του Πάστρα και διαλύοντας τη στρατιωτική φρουρά. Κι ενώ οι εξεγερμένοι μάχονται με πέτρες και ξύλα, ο στρατός και η έφιππη χωροφυλακή ξαναχρησιμοποιούν τα όπλα. Άλλοι τρεις νεκροί στους δρόμους της πόλης, που η περισυλλογή τους θα απαγορευτεί για ώρες προς γνώση και συμμόρφωση...
Την επόμενη μέρα, 10 Μαΐου, οι κηδείες των νεκρών είναι ένα ξέσπασμα οργής απέναντι στην εξουσία και την εκμετάλλευση. Όλα τα σωματεία της πόλης απεργούν. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας καταγγέλλει ευθέως τις στρατιωτικές αρχές ως υπεύθυνες για τη σφαγή και η εφημερίδα «Ανεξάρτητος» γράφει: «...Η χθεσινή ημέρα ανέτειλε υπό το καθεστώς αυτό της απιστεύτου στρατοκρατίας και τρομοκρατίας, δια να βαφή με το αίμα αθώων εργατών, βληθέντων δολίως και ατίμως υπό ατύχων στρατιωτών οι οποίοι διετάχθησαν να ρίψουν στο ψαχνό!».
Κάτω από τη γενική κατακραυγή, η εκφόρτωση του πλοίου ματαιώνεται και για τα μάτια του κόσμου απομακρύνονται από τη θέση τους ο νομάρχης, ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής και ο διοικητής της Χωροφυλακής, καθώς και ο λιμενάρχης.
Συλλαλητήρια και απεργίες ως ένδειξη αλληλεγγύης γίνονται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη η απεργία και το συλλαλητήριο είχαν μεγάλη συμμετοχή.
Στον υπουργό Οικονομίας ασκήθηκε έντονη κριτική για την επιλογή του να λειτουργήσει πάση θυσία το απορροφητικό μηχάνημα. Εν μέσω κοινωνικής κατακραυγής η εκφόρτωση του πλοίου ματαιώνεται και η κυβέρνηση προσπαθώντας να σώσει ό,τι μπορεί από την «πολιτική τιμή» της, προβαίνει στην απομάκρυνση του νομάρχη, του τοπικού στρατιωτικού διευθυντή, του διοικητή της Χωροφυλακής και του λιμενάρχη.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο λιμενάρχης παραπέμφθηκε με το ερώτημα της απόταξης από την υπηρεσία του και ενώ το πρωτοβάθμιο συμβούλιο τον έκρινε παντελώς ανίκανο, το δευτεροβάθμιο που συνεδρίασε λίγο καιρό μετά τον δικαίωσε πανηγυρικά διατηρώντας το βαθμό του.
Μόνο η παρέμβαση του υπουργού Ναυτικών Χατζηκυριάκου το 1935 μπόρεσε να τον απομακρύνει από κάθε υπηρεσία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον Γενάρη του 1935 παραπέμπονται σε δίκη και καταδικάζονται οι εργάτες Χρ. Νιάρχος, Π. Αντωνάκας, Στ. Σταθάκος και Γ. Ξενάκης, σε 18 μήνες φυλάκισης και 2 χρόνια εξορίας στον Άγιο Ευστράτιο.
Τα ονόματα των νεκρών λιμενεργατών είναι: Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Παναγιώτης Μπλίκος, Γιάννη Κολιτσιδάκης, Π. Πηλίκας, Βασίλης Γιαλατσινός, Βασίλης Καπετανέας. Υπάρχει και μια γυναίκα που σκοτώθηκε μέσα στο περίπτερό της και της οποίας το όνομα δε διευκρινίζεται.

Του Αντώνη Πετρόγιαννη - See more at: http://www.tharrosnews.gr